- σαφρακιάζω
- Ν1. (αμτβ.) (ιδίως για χέρια και πόδια) ζαρώνω λόγω πολύωρης παραμονής μέσα στο νερό2. (μτβ.) κάνω κάτι να ζαρώσει αφήνοντάς το για μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στο νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σουφρακιάζω (< σούφρα) με οπισθοχωρητική αφομοίωση].
Dictionary of Greek. 2013.